-
1 στρατιωτικος
-
2 στρατιωτικός
στρατιωτικός, zum Krieger od. Soldaten gehörig; ὅρκος στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich, ἡλικία, Xen. Cyr. 6, 2, 18; für Krieger brauchbar, οἰκήσεις, Plat. Rep. III, 415 e; – τὸ στρατιωτικόν, sc. πλῆϑος, die Kriegerschaar, das Heer, Thuc. 8, 83; – τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen, Xen. Cyr. 2, 1, 12 Mem. 3, 5, 21, Plat. Ion 540 e; – χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der ϑεωρικά, oft bei Dem. – Thuc. 2, 83 sagt οἱ Κορίνϑιοι ἔπλεον μὲν οὐχ ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν, ἀλλὰ στρατιωτικώτερον παρεσκευασμένοι ἐς τὴν Ἀκαρνανίαν, mehr zum Landkriege; oft bei Sp., wie Pol., bei denen es auch zuweilen die Bdtg »nach roher Soldaten Weise« annimmt, ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς, Pol. 22, 21, 6.
-
3 στρατιωτικός
στρατιωτικόςof: masc nom sg -
4 στρατιωτικός
στρατιωτικός, zum Krieger od. Soldaten gehörig; ὅρκος στρ., der Soldateneid; zum Kriegsdienste tauglich; für Krieger brauchbar; τὸ στρατιωτικόν, sc. πλῆϑος, die Kriegerschar, das Heer; τὰ στρατιωτικά, sc. ἔργα, πράγματα, das Soldaten- od. Kriegswesen; χρήματα, Geld für das Heer, im Ggstz der ϑεωρικά; zuweilen die Bdtg 'nach roher Soldaten Weise' -
5 στρατιωτικός
στρατιωτικός, ή, όν (στρατιώτης; X., Pla. et al.; ins, pap, EpArist; Philo, Virt. 23; Jos., Bell. 1, 340) belonging to, or composed of, soldiers στρατιωτικὸν τάγμα a detachment of soldiers IRo 5:1.—M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > στρατιωτικός
-
6 στρατιωτικός
η, ό[ν] 1. военный; воинский; солдатский; армейский;στρατιωτική υπηρεσία (θητεία) — военная служба;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
στρατιωτική πειθαρχία — воинская дисциплина;
στρατιωτικόν μητρώον — мобилизационный список;
στρατιωτικοί κύκλοι — военные круги;
στρατιωτική μονάδα — воинская часть, подразделение;
στρατιωτικός νόμος — военное или осадное положение;
2. (ο) военный, военнослужащий -
7 στρατιωτικός
[стратьетикос]εκ. военный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > στρατιωτικός
-
8 στρατιωτικός
[стратьетикос] επ военный. -
9 στρατιωτικός
A of or for soldiers, ; ;σκηνή X.Cyr.4.5.39
;ὅρκος D.H.6.23
; [ χρήματα] D.19.291; (ii A.D.);βίος Gal.6.810
;βαλλάντιον PSI10.1128
(iii A.D.); τὸ ς. (sc. ἀργύριον) the pay of the forces, D.13.4; but τὸ ς. (sc. πλῆθος) the soldiery, Th.8.83, UPZ110.103 (ii B.C.), Hdn.1.5.8; τὰ στρατιωτικά (sc. ἔργα, πράγματα) military affairs, Pl. Ion 540e, X.Cyr.2.1.22; military funds, ὁ ταμίας τῶν ς. Arist.Ath.47.2, IG22.1009.19, OGI771.44 (Delos, ii B.C.); ταμιεῖον ὃ καὶ -κὸν ἐπωνόμασε,= Lat. aerarium militare, D.C.55.25.II fit for a soldier, military, like στρατεύσιμος, σ. ἡλικία the military age, X.Cyr.6.2.37; φίλον εἶχόν τινα στρατιωτικόν a military friend, Phoenicid. 4.5; νεανίσκος ς. serving in the army, Gal.6.376. Adv.-κῶς, ζῆν Isoc. 12.79
: [comp] Comp., of ships, - κώτερον παρεσκευασμένοι equipped rather as troop-ships, Th.2.83.III warlike, soldierlike, , cf. Plb.22.22.3;- κώτερος ἢ πολιτικώτερος Id.22.10.4
; - ωτικὴ προπέτεια, opp. στρατηγικὴ πρόνοια, Id.3.105.9. Adv. - κῶς like a rude soldier, brutally, Id.21.38.2.IV σ. φάρμακα, κολλύριον, name of certain eye-salves, Aët.7.79; stratioticum, CIL13.10021.199 ([place name] Gaul); στρατι< ωτι>κωτέραις ὕλαις dub. cj. in Sever.Clyst.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατιωτικός
-
10 στρατιωτικός ακόλουθος
воен аташеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > στρατιωτικός ακόλουθος
-
11 στρατιωτικός
militaire -
12 στρατιωτικός
1) militarny przym.2) wojenny przym.3) wojskowość (f) rzecz.4) wojskowy przym. -
13 στρατιωτικός
vojenský -
14 στρατιωτικός
militaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρατιωτικός
-
15 στρατιωτικά
στρατιωτικόςof: neut nom /voc /acc plστρατιωτικά̱, στρατιωτικόςof: fem nom /voc /acc dualστρατιωτικά̱, στρατιωτικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 στρατιωτικώτερον
στρατιωτικόςof: adverbial compστρατιωτικόςof: masc acc comp sgστρατιωτικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
17 στρατιωτικωτέρων
στρατιωτικόςof: fem gen comp plστρατιωτικόςof: masc /neut gen comp pl -
18 στρατιωτικόν
στρατιωτικόςof: masc acc sgστρατιωτικόςof: neut nom /voc /acc sg -
19 στρατιωτικαί
στρατιωτικόςof: fem nom /voc pl -
20 στρατιωτικοί
στρατιωτικόςof: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
στρατιωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικός — ή, ό / στρατιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρατό ή στον στρατιώτη (α. «στρατιωτικά δικαστήρια» β. «στρατιωτική στολή» γ.» στρατιωτικαὶ οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρατιωτικός άτομο που υπηρετεί … Dictionary of Greek
στρατιωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στους στρατιώτες και στο στρατό γενικά: Απαιτεί από τους υφισταμένους του στρατιωτική πειθαρχία. 2. «στρατιωτικός νόμος», νόμος που κηρύσσει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας, νόμος που τίθεται σε εφαρμογή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατιωτικός νόμος — Βλ. λ. κατάσταση πολιορκίας … Dictionary of Greek
Σαράφης, Στέφανος — Στρατιωτικός και πολιτικός (Τρίκαλα 1890 Αθήνα 1957). Γράφτηκε στη Νομική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας, αλλά εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του. Λίγο αργότερα κατατάχτηκε εθελοντής στο στρατό και… … Dictionary of Greek
στρατιωτικά — στρατιωτικός of neut nom/voc/acc pl στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc/acc dual στρατιωτικά̱ , στρατιωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικώτερον — στρατιωτικός of adverbial comp στρατιωτικός of masc acc comp sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών … Dictionary of Greek
στρατιωτικωτέρων — στρατιωτικός of fem gen comp pl στρατιωτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικῶν — στρατιωτικός of fem gen pl στρατιωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατιωτικόν — στρατιωτικός of masc acc sg στρατιωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)